Εφαρμογή του

volcanique στα ελληνικά
volcanique
λέγεται
βολκανίκ
.
volcanique
σημαίνει στα ελληνικά
ηφαιστειακός / d’origine volcanique ηφαιστειογενής
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- tuf volcanique : ηφαιστειακός τόφος
- zone volcanique : ζώνη ηφαιστείων
- phase volcanique : ηφαιστειακή φάση
- verre volcanique : ηφαιστειακή ύαλος
- tufs volcaniques : ηφαιστειογενείς τώφοι / ηφαιστειοφενείς πώροι
- terre volcanique : ηφαιστιακή γη
- région volcanique : ηφαιστειακή περιοχή
- couche volcanique : ηφαιστειακό στρώμα
- cendre volcanique : ηφαιστειακή τέφρα
- gravier volcanique : ηφαιστειακοί χάλικες
Subscribe
0 Comments