Εφαρμογή του

vote στα ελληνικά
vote
λέγεται
βοτ
.
vote
σημαίνει στα ελληνικά
ψηφοφορία / ψήφος / buIIetin de vote ψηφοδέλτιο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- vote : ψηφοφορία
- VMQ / vote à la majorité qualifiée : ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία
- voter / exprimer un vote : ψηφίζω
- ADP / action à dividende prioritaire sans droit de vote : προνομιούχος μετοχή άνευ δικαιώματος ψήφου
- CI / certificat d'investissement : μερίδιο αμοιβαίου κεφαλαίου / μερίδιο εταιρίας επενδύσεων
- vote nul : άκυρη ψήφος
- vote final : τελική ψηφοφορία
- vote unique / un seul vote : μία και μοναδική ψηφοφορία
- vote séparé : χωριστή ψηφοφορία
Subscribe
0 Comments