Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

vouer στα ελληνικά
vouer
λέγεται
βουέ
.
vouer
σημαίνει στα ελληνικά
προορίζω / se νouer αφοσιώνομαι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- recours manifestement voué au rejet : προσφυγή προδήλως απορριπτέα
Subscribe
0 Comments


