Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

voûté στα ελληνικά
voûté
λέγεται
βουτέ
.
voûté
σημαίνει στα ελληνικά
θολωτός / καμπουριαστός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- voûte / couronne : θόλος
 - voûte / arcade : θόλος
 - voûte : θολωτό κάλυμμα
 - voûte : θόλος / οροφή
 - reu / voûte : πίσω κατάλυμα / πρυμναίο ενδιαίτημα
 - voûte : θόλος
 - crane / voute cranienne : θόλος του κρανίου
 - voûte : κουτάλα(κν.) / αψίδα πρύμνης
 - angle / coude : ακμή / ασυνέχεια γάστρας
 - col / voûte : διάσελον
 
  Subscribe 
 0 Comments


