Εφαρμογή του

vulnérabilité στα ελληνικά
vulnérabilité
λέγεται
βυλνεραμπιλιτέ
.
vulnérabilité
σημαίνει στα ελληνικά
τρωτό σημείο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- vulnérabilité : τρωτότητα / το ευάλωτο του
- exploit / exploitation : πρόγραμμα εκμετάλλευσης ατελειών
- étude de vulnérabilité : μελέτη ευπάθειας / μελέτη τρωτότητας
- analyse de vulnérabilité : ανάλυση τρωτότητας
- fenêtre de vulnérabilité : ευαίσθητη περιοχή / παράθυρο τρωτότητας
- analyse de vulnérabilité : α)ανάλυση προσβλητότητας / β)προσβλητότητα λειτουργικού συστήματος
- vulnérabilité extérieure : εξωτερική ευπάθεια
- vulnérabilité de matériel : β)καθολική βλάβη / α)τρωτότητα υλικού
- vulnérabilité à la fraude : ευαισθησία όσον αφορά την απάτη
Subscribe
0 Comments