Εφαρμογή του

zinc στα ελληνικά
zinc
λέγεται
ζενκ
.
zinc
σημαίνει στα ελληνικά
τσίγκος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- zinc / MUL : ψευδάργυρος
- ZnSe / séléniure de zinc : ZnSe / σεληνιούχος ψευδάργυρος
- E700 / bacitracine zinc : E700 / βακιτρακίνη, άλας με ψευδάργυρο
- GEIPZ / groupe d'étude international du plomb et du zinc : ΔΟΜΜΨ / διεθνής οµάδα μελετών για το μόλυβδο και τον ψευδάργυρο
- ZnS / sulfure de zinc : ZnS / θειούχος ψευδάργυρος
- ZPP / protoporphyrine de zinc : ZPP / πρωτοπορφυρίνη ψευδαργύρου
- E 700 / bacitracine-zinc : ψευδαργυρική βακιτρασίνη
- PPZ / protoporphyrine de zinc : ZPP / πρωτοπορφυρίνη ψευδαργύρου
- zirame / bis(n,N-diméthyldithiocarbamate) de zinc : ziram / ζιράμ
- CdZnTe / tellure de cadmium-zinc : CdZnTe / τελλουρικός ψευδάργυρος-κάδμιο
Subscribe
0 Comments