Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

αγκυροβολώ στα γαλλικά
αγκυροβολώ
λέγεται
agirovo’lo
.
αγκυροβολώ
σημαίνει στα γαλλικά
mouiller
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- αγκυροβολώ : jeter l'ancre
- αγκυροβολώ / ρίχνω άγκυρα : jeter l'ancre / mouiller l'ancre
- αγκυροβολώ / φουντάρω(κν.) : ancrer / mouiller
- αμφιδετώ / αγκυροβολώ πρώρα και πρύμνα : s'embosser
- αγκυροβολώ στα ανοικτά : mouiller au large
- αγκυροβολώ και παραμένω : couverture des séjours
Subscribe
0 Comments


