Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

αθέμιτος στα γαλλικά
αθέμιτος
λέγεται
a’themitos
.
αθέμιτος
σημαίνει στα γαλλικά
déloyal
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- αθέμιτος όρος : condition illicite
- αθέμιτος πλουτισμός / παράνομος πλουτισμός : enrichissement illicite
- αθέμιτος ανταγωνισμός : concurrence déloyale
- αθέμιτος ανταγωνισμός : compétition acharnée
- αθέμιτος ανταγωνισμός : concurrence illicite
- αθέμιτος όρος στις συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές : clause abusive dans les contrats conclus avec des consommateurs
Subscribe
0 Comments


