Εφαρμογή του

ανίκανος στα γαλλικά
ανίκανος
λέγεται
a’nikanos
.
ανίκανος
σημαίνει στα γαλλικά
incapable / impuissant / inapte
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ανίκανος : inapte / incapable
- ανίκανος / σεξουαλικά ανίκανος : impotent / impuissant
- ανίκανος συμμετέχων : participant incapable
- ανίκανος για εργασία / ανίκανος προς εργασία : inapte au travail / incapable de travailler
- ανίκανος προς εργασία / ανικανότητα προς εργασία : incapacité de travail
- ανίκανος για εργασία : inapte
- δικαιοπρακτικώς ανίκανος / ανίκανος προς δικαιοπραξίαν : incapable
- ανίκανος για δικαιοπραξία ενήλικος : majeur incapable
- καθιστάμενος πνευματικά ή σωματικά ανίκανος : atteint d'incapacité mentale ou physique
Subscribe
0 Comments