Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

ανίκανος στα γαλλικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
ανίκανος
λέγεται
a’nikanos
.
ανίκανος
σημαίνει στα γαλλικά
incapable / impuissant / inapte
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • ανίκανος : inapte / incapable
  • ανίκανος / σεξουαλικά ανίκανος : impotent / impuissant
  • ανίκανος συμμετέχων : participant incapable
  • ανίκανος για εργασία / ανίκανος προς εργασία : inapte au travail / incapable de travailler
  • ανίκανος προς εργασία / ανικανότητα προς εργασία : incapacité de travail
  • ανίκανος για εργασία : inapte
  • δικαιοπρακτικώς ανίκανος / ανίκανος προς δικαιοπραξίαν : incapable
  • ανίκανος για δικαιοπραξία ενήλικος : majeur incapable
  • καθιστάμενος πνευματικά ή σωματικά ανίκανος : atteint d'incapacité mentale ou physique

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments