Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

αναπνευστικός στα γαλλικά
αναπνευστικός
λέγεται
anapnefsti’kos
.
αναπνευστικός
σημαίνει στα γαλλικά
respiratoire
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- αναπνευστικός : respiratoire
- τέντα οξυγόνου / αναπνευστικός χώρος οξυγόνου σε σχήμα σκηνής : tente à oxygène
- σάκκος αερισμού / αναπνευστικός ασκός : soufflet / sac respiratoire
- αναπνευστικός ήχος : bruit respiratoire
- παράγοντας πλάτους / αναπνευστικός παράγοντας : facteur de largeur
- αναπνευστικός σάκος : sac respiratoire
- αναπνευστικός χώρος : inhalatorium / enceinte respiratoire
- αναπνευστικός ασκός / αναπνευστικός σάκκος : ballon respiratoire
- αναπνευστικός ηθμός : filtre respiratoire
- αναπνευστικός τύπος : type respiratoire
Subscribe
0 Comments


