Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

αντέχω στα γαλλικά
αντέχω
λέγεται
a’deho
.
αντέχω
σημαίνει στα γαλλικά
résister / tenir / supporter
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- αντέχω / ανθίσταμαι : résister / supporter
- αντέχω τις σεισμικές δυνάμεις : résister aux mouvements sismiques
- αντέχω σε περίπτωση σοβαρής ζημίας : résister aux avaries critiques
Subscribe
0 Comments


