Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

ατροφικός στα γαλλικά
ατροφικός
λέγεται
atrofi’kos
.
ατροφικός
σημαίνει στα γαλλικά
atrophié
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ατροφικός καρκίνος : cancer atrophique
- ατροφικός νεφρός μολυβδίασης : néphrite tubulaire aiguë saturnine
Subscribe
0 Comments


