Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

ηλεκτρόνιο στα γαλλικά
ηλεκτρόνιο
λέγεται
ilek’tronio
.
ηλεκτρόνιο
σημαίνει στα γαλλικά
électron
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- Ηλεκτρόνιο / ηλεκτρόδιο : électron
- ηλεκτρόνιο : électron
- φωτοηλεκτρόνιο / ταχύ ηλεκτρόνιο : électron léger
- ταχύ ηλεκτρόνιο : électron rapide
- αργό ηλεκτρόνιο / βαρύ ηλεκτρόνιο : électron lourd
- ταχύ ηλεκτρόνιο / θερμό ηλεκτρόνιο : électron chaud / électron excité
- Ηλεκτρόνιο Auger : electron Auger
- δέσμιο ηλεκτρόνιο : électron lié
- ηλεκτρόνιο δεσμού : électron de liaison
- δεμένο ηλεκτρόνιο / δεσμευμένο ηλεκτρόνιο : électron lié
Subscribe
0 Comments


