Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

κατοικίδιο στα γαλλικά
κατοικίδιο
λέγεται
kati’kidhio
.
κατοικίδιο
σημαίνει στα γαλλικά
domestique
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- κατοικίδιο (ζώο) : animal domestique
- κατοικίδιο πτηνό : oiseau d'appartement
- κατοικίδιο ορτύκι : caille domestique
- κατοικίδιο περιστέρι : pigeon domestique
- σαρκοφάγο κατοικίδιο : carnivore domestique
- κατοικίδιο ελεύθερης βοσκής : animal domestique errant librement / animal domestique pâturant librement
- κατοικίδιο βοοειδές αναπαραγωγής : bovin de rente / bovin domestique de rente
Subscribe
0 Comments


