Εφαρμογή του

κλείσιμο στα γαλλικά
κλείσιμο
λέγεται
’klisimo
.
κλείσιμο
σημαίνει στα γαλλικά
fermeture / clôture
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ζεύξη / κλείσιμο : enclenchement
- κλείσιμο : coupure
- βούλωμα / έμφραξις : réserve
- κλείσιμο : encrassement
- κλείσιμο / στιγγάρισμα : boursage / coulissage
- άναμα / εκκίνηση : mettre le contact
- βούλωμα / κλείσιμο ξυλίνων δοχείων : bondage
- σύνδεση / θέση σε λειτουργία : passage à la fermeture
- κλείσιμο θέσης / ισοσκέλιση θέσης : clôturer une position
- κλείσιμο θέσης : liquidation / clôture de position
Subscribe
0 Comments