Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

ληξιπρόθεσμος στα γαλλικά
ληξιπρόθεσμος
λέγεται
liksi’prothezmos
.
ληξιπρόθεσμος
σημαίνει στα γαλλικά
après le délai
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ληξιπρόθεσμος φόρος / μη καταβληθείς φόρος : impôt impayé
Subscribe
0 Comments


