Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

μετοχή στα γαλλικά
μετοχή
λέγεται
meto’hi
.
μετοχή
σημαίνει στα γαλλικά
action / participe
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- μετοχή : action
- μετοχή / μετοχή κεφαλαίου : action de capital
- μερίδιο / μετοχικό κεφάλαιο : part sociale / action de quotité
- μετοχή Β : action de catégorie B
- νέα μετοχή : action nouvelle
- PER αγοράς / δείκτης αγοράς τιμής : PER de marché
Subscribe
0 Comments


