Εφαρμογή του

πένσα στα γαλλικά
πένσα
λέγεται
’pensa
.
πένσα
σημαίνει στα γαλλικά
pince
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- πένσα / τσιμπίδα : pince à cintrer
- πένσα / λαβίδα : pinces / tenailles
- πένσα : pince
- πένσα / λαβίδα : davier
- τσίφτης / πένσα με στρογγυλή λαβίδα : pince à becs ronds
- πένσα τζαμά : pince à équarrir / pince de miroitier
- διπλή πένσα / λαβίδα δύο δακτύλων : pince bidigitale
- ευνουχιστής / πένσα ευνουχισμού : émasculateur / pince à castrer
- πένσα νυχιών : pince à ongles
- δετική πένσα / δετική τανάλια : pince de liage
Subscribe
0 Comments