Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

προβλέπω στα γαλλικά
προβλέπω
λέγεται
prov’lepo
.
προβλέπω
σημαίνει στα γαλλικά
prévoir
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- προβλέπω στάθμευση : marquer l'arrêt
- προβλέπω και επιτρέπω τα έσοδα και έξοδα : prévoir et autoriser les recettes et les dépenses
Subscribe
0 Comments


