Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

τάπα στα γαλλικά
τάπα
λέγεται
’tapa
.
τάπα
σημαίνει στα γαλλικά
bouchon
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- πώμα / τάπα : bouchon fileté / vis d'obturation
- τάπα / βύσμα : bouchon
- τάπα / βύστρα : bondon
- πώμα / τάπα : bonde
- τάπα : carotte
- ξύλινη τάπα / ξύλινος διαχωριστής : bourre en bois
- τάπα λαδιού / πώμα εκκένωσης δεξαμενής λαδιού : joint de carter d'huile
- πώμα στάθμης / τάπα για ένδειξη στάθμης : bouchon d'indication de niveau
- αρσενική τάπα / αρσενικό πώμα : bouchon mâle
- τάπα σύνδεσης : tampon de raccordement
Subscribe
0 Comments


