Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

φυσικά στα γαλλικά
φυσικά
λέγεται
fisi’ka
.
φυσικά
σημαίνει στα γαλλικά
naturellement
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- φυσικά μεγέθη : grandeurs garanties
- φυσικά ικανός / σωματικά ικανός : physiquement apte au travail
- φυσικά δίκτυα / ακανόνιστα δίκτυα : systèmes irréguliers
- φυσικά καύσιμα : combustible vert
- ξηρό πριόνισμα / ξύλο φυσικά πριονισμένο : sciage sec
- φυσική λίπανση / οργανική λίπανση : fumure naturelle / fumure organique
- φυσικά πρόσωπα : personnes physiques
- φυσιοθεραπευτής / θεραπευτής με φυσικά μέσα : naturopathe
- φυσικά μοντέλα : modèles physiques
- φυσικά τρόφιμα : aliment naturel
Subscribe
0 Comments


