Dictionnaire Rosgovas français-grec grec-français avec ( tous supports)
Application du
attribut in Greek
attribut
is pronounced
ατριμπύ
.
attribut
means in Greek
γνώρισμα / κατηγορούμενο
.
Source: Rosgovas, all rights reserved
- attribut : ιδιότητα / (ιδιο)χαρακτηριστικό (γνώρισμα)
- attribut : ιδιοχαρακτηριστικό
- attribut : Χαρακτηριστικό στοιχείο
- attribut : χαρακτηριστικό
- attribut : ιδιοχαρακτηριστικό / χαρακτηριστικό γνώρισμα
- attribut : ιδιοχαρακτηριστικό / ιδιοχαρακτηριστικό στοιχείου
- attribut / variable constituante : συνιστώσα μεταβλητή δεδομένων / συστατική μεταβλητή δεδομένων
- attribut : ιδιότης
Subscribe
0 Comments