Dictionnaire Rosgovas français-grec grec-français avec ( tous supports)
Application duictère in Greek
ictère
is pronounced
ικτέρ
.
ictère
means in Greek
ίκτερος
.
Source: Rosgovas, all rights reserved
- ictere / ictère : ίκτερος
- ictère grave / ictère malin : βαρύς ίκτερος / οξεία κίτρινη ατροφία ήπατος
- ictère grave : βαρύς ίκτερος
- ictère foetal : εμβρυϊκός ίκτερος
- ictère émotif : ψυχογενής ίκτερος
- ictère de Budd : νόσος BUDD / ίκτερος BUDD
- ictère toxique : τοξικός ίκτερος
- ictère prolongé : παρατεταμένος ίκτερος
- ictère septique : σηπτικός ίκτερος
Subscribe
0 Comments