Application du Dictionnaire Rosgovas français-grec grec-français avec (tous supports)

législatif in Greek
législatif
is pronounced
λεζισλατίφ
.
législatif
means in Greek
νομοθετικός
.
Source: Rosgovas, all rights reserved
- paquet "gouvernance économique" / paquet législatif relatif à la gouvernance économique : εξάπτυχο / δέσμη οικονομικής διακυβέρνησης
 - "two-pack" / paquet législatif relatif à la surveillance budgétaire : δίπτυχο / δεύτερη δέσμη οικονομικής διακυβέρνησης
 - C / direction C : Γ’ / Διεύθυνση Γ’ - Νομοθετικές Εργασίες
 - B / direction B : Διεύθυνση Β’ - Νομοθετικές Εργασίες / ΔΣΕ Β
 - légistique / légistique formelle : τυπικό των νομοθετικών πράξεων
 - A / direction A : Διεύθυνση Α’ - Νομοθετικός προγραμματισμός, σχέσεις με τα θεσμικά όργανα και την κοινωνία πολιτών / ΔΓΥ
 - AL + D / acte législatif + déclarations : ΝΠ + Δ / Νομοθετική Πράξη + Δηλώσεις
 - paquet Barroso / paquet législatif sur l'énergie et le changement climatique : πακέτο Μπαρóζο / δέσμη μέτρων σχετικά με την ενέργεια και τις κλιματικές αλλαγές
 - directive SMA / directive «Services de médias audiovisuels» : Οδηγία 2010/13
 - acte législatif / AL : νομοθετική πράξη / ΝΠ
 
  Subscribe 
 0 Comments


