Dictionnaire Rosgovas français-grec grec-français avec ( tous supports)
Application du
poursuivre in Greek
poursuivre
is pronounced
πουρσυίβρ
.
poursuivre
means in Greek
καταζητώ / κυνηγώ / συνεχίζω
.
Source: Rosgovas, all rights reserved
- TPIY / Tribunal pénal international pour l'ex-Yougoslavie : Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία / Διεθνές Δικαστήριο για την Ποινική Δίωξη των Προσώπων που Ευθύνονται για τη Διάπραξη Σοβαρών Παραβιάσεων του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου στο Εδαφος της Πρώην Γιουγκοσλαβίας
- partie requérante / partie réclamante : προσφεύγων / προσφεύγων-ενάγων
- agent poursuivant : διωκτικό όργανο
- véhicule poursuivant : θαλαμίσκος-κυνηγός
- poursuivre l'examen de fond : προβαίνω στην εξέταση επί της ουσίας
- sans poursuivre de but lucratif : χωρίς να επιδιώκει κέρδος
- sans poursuivre de but lucratif : χωρίς να επιδιώκεται κέρδος
- poursuivre quelqu'un en justice / poursuivre quelqu'un devant les tribunaux : προσφεύγω στη δικαιοσύνη εναντίον κάποιου
- sursis à enquêter ou à poursuivre : αναβολή έρευνας ή διώξεως
- autorisation de poursuivre un député : άδεια δίωξης βουλευτή
Subscribe
0 Comments