Dictionnaire Rosgovas français-grec grec-français avec ( tous supports)
Application du
racler in Greek
racler
is pronounced
ρακλέ
.
racler
means in Greek
ξύνω
.
Source: Rosgovas, all rights reserved
- racler : αποξέω
- racler : τρίβω με γυαλόχαρτο / τρίβω με σμυριδόχαρτο
- raclé : αποξεμένο
- racle : ξύστρα
- racle / docteur : ιατρική λεπίδα / ιατρική ράβδος
- racle / docteur : σπάτουλα καθαρισμού μελανιού
- foil / racle d'égouttage : έλασμα αφυδάτωσης
- liège râpé / liège raclé : ξυσμένος φελλός / εξομαλυμένος φελλός
- vastringue / wastringue : δίχειρος πλάνη / πλάνη κατασκευής κατά μήκος συνδέσεων
- panneau raclé : αποξεσμένο πανό / εξομαλυσμένο πανό
Subscribe
0 Comments