Dictionnaire Rosgovas français-grec grec-français avec ( tous supports)
Application duréduire in Greek
réduire
is pronounced
ρεντυίρ
.
réduire
means in Greek
μειώνω / σμικρύνω / καθηλώνω / μετατρέπω
.
Source: Rosgovas, all rights reserved
- réduire / atténuer : ελαττώνω / μετριάζω
- captifs / handicapés : ανάπηρος / επιβάτες με δυσκολίες συγκοινωνιακών μετακινήσεων
- microbus / autobus gabarit réduit : minibus / μικρό λεωφορείο
- vacation / engagement à temps réduit : εργασία με μειωμένο ωράριο
- maquette / modèle réduit : μακέττα / πρόπλασμα
- réduit : συντριπτικός / θρυμματισμένος
- décharger / réduire la charge : αποφόρτιση / μείωση φορτίου
- réduction / raccord réduit : ένωση συστολής / σύνδεσμος συστολής
- CCAC / Coalition pour le climat et l'air pur visant à réduire les polluants de courte durée de vie ayant un effet sur le climat : Συνασπισμός για το Κλίμα και τον Καθαρό Αέρα με στόχο τη μείωση των βραχύβιων κλιματικών ρύπων / Συμμαχία για το κλίμα και μια καθαρή ατμόσφαιρα με στόχο τη μείωση των βραχύβιων ρυπαντών που επιβαρύνουν το κλίμα
- MOBR / élément mobile réduit : MOBR
Subscribe
0 Comments