Dictionnaire Rosgovas français-grec grec-français avec ( tous supports)
Application du
souiller in Greek
souiller
is pronounced
σουγέ
.
souiller
means in Greek
κηλιδώνω / σπιλώνω
.
Source: Rosgovas, all rights reserved
- souillé : παραλλαγμένος
- souille : χώρος προσάραξης
- souillé / contaminé : μολυσμένος
- souille / cale sèche : μόνιμη δεξαμενή
- fil souillé : νήμα λερωμένο από αιθαλορρύπανση
- S27 / enlever immédiatement tout vêtement souillé ou éclaboussé : Σ27 / αφαιρέστε αμέσως όλα τα ενδύματα που έχουν μολυνθεί
- S40 / pour nettoyer le sol ou les objets souillés par ce produit, utiliser ... (à préciser par le fabricant) : Σ40 / για τον καθαρισμό του πατώματος και όλων των αντικειμένων που έχουν μολυνθεί απ αυτό το υλικό χρησιμοποιείτε...(το είδος καθορίζεται από τον κατασκευαστή)
- enlever immédiatement tout vêtement souillé ou éclaboussé : αφαιρέστε αμέσως όλα τα ενδύματα που έχουν μολυνθεί
- fèces, urine et fumier (y compris paille souillée), effluents collectés séparément et traités hors site : Περιττώματα, ούρα και κόπρανα ζώων (συμπεριλαμβάνονται και φθαρμένα άχυρα), υγρά εκροής συλλεγέντα χωριστά και επεξεργαζόμενα εκτός σημείου παραγωγής
Subscribe
0 Comments