Dictionnaire Rosgovas français-grec grec-français avec ( tous supports)
Application du
utiliser in Greek
utiliser
is pronounced
υτιλιζέ
.
utiliser
means in Greek
χρησιμοποιώ
.
Source: Rosgovas, all rights reserved
- utiliser : παρουσιάζω
- OVM-AHAT / organisme vivant modifié destiné à être utilisé directement pour l'alimentation humaine ou animale ou à être transformé : LMO-FFP / ΖΤΟ-ΤΤΕ
- Comité pour l'adaptation au progrès technique de la législation visant à l'élimination des entraves techniques aux échanges dans le secteur du matériel électrique utilisé en atmosphère explosible (CAPT/ATEX) : Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της νομοθεσίας με στόχο την εξάλειψη των τεχνικών εμποδίων στις συναλλαγές στον τομέα του ηλεκτρολογικού υλικού που χρησιμοποιείται σε εκρηκτικό περιβάλλον (CAPT/ATEX)
- une foire / un congrès ou une manifestation similaire - Bruxelles 1961 : τελωνειακή σύμβαση σχετικά με την παροχή διευκολύνσεων για την εισαγωγή εμπορευμάτων που προορίζο χρησιμοποίηση σε εκθέσεις,πανηγύρεις,συνέδρια ή παρόμοιες εκδηλώσεις-Bρυξέλλες 1961
- PEACOCK / Développement de logiciel utilisant des modules exécutables en parallèle : ανάπτυξη λογισμικού με τη χρησιμοποίηση ενοτήτων σύνδρομης εκτέλεσης
- FEEDAP / groupe sur les additifs et produits ou substances utilisés en alimentation animale : Ομάδα με θέμα τις πρόσθετες ύλες και τα προϊόντα ή ουσίες που χρησιμοποιούνται στις ζωοτροφές / Επιστημονική ομάδα για τις πρόσθετες ύλες και τα προϊόντα ή ουσίες που χρησιμοποιούνται στις ζωοτροφές
- voie libre / voie au repos : κανάλι σε ηρεμία
- usé / usagé : φθαρμένος / χρησιμοποιημένος
- TEDIS / programme communautaire relatif au transfert électronique de données à usage commercial, qui utilise les réseaux de communication : TEDIS / Κοινοτικό πρόγραμμα σχετικά με την ηλεκτρονική μεταβίβαση δεδομένων για εμπορική χρήση, μέσω των δικτύων επικοινωνίας
- mixte / utilisé dans les deux sens : αμφίδρομος
Subscribe
0 Comments