Dictionnaire Rosgovas français-grec grec-français avec ( tous supports)
Application du
calé en griego
calé
se dice
καλέ
.
calé
significa en griego
δυνατός
.
Source: Rosgovas, todos los derechos reservados
- cale : δακτυλίδι αποστάτης
- shim / correcteur : διορθωτής / γραμμικός αντισταθμιστής
- cale : σχάρα
- cale / cheville : σφήνα / διάταξη σφήνωσης
- cale : φωλιά στερεού καυσίμου πυραυλοκινητήρα
- cale : σφήνα / σφήνα στοιχείου αγκυρώσεως προεντάσεως
- cale : σφήνα / ζεύγος σφηνών για σταδιακή αφαψίδωση
- cale / latte : σφήνα / τάκος
- cale : σφήνα / τάκος
- cale / sabot d'arrêt : σφην,τάκος
Subscribe
0 Comments