Dictionnaire Rosgovas français-grec grec-français avec ( tous supports)
Application du
certifier en griego
certifier
se dice
σερτιφιέ
.
certifier
significa en griego
βεβαιώνω / πιστοποιώ
.
Source: Rosgovas, todos los derechos reservados
- certifié : πιστοποιημένος
- URCED / RCE durable : lCER / μακροπρόθεσμη πιστοποιημένη μείωση εκπομπών
- URCE temporaire / URCET : προσωρινή CER / προσωρινή πιστοποιημένη μείωση εκπομπών
- MCTOM / masse maximale au décollage certifiée : μέγιστη πιστοποιημένη μάζα απογείωσης
- URCE / unité de réduction certifiée des émissions : πιστοποιημένη μείωση των εκπομπών / μονάδα πιστοποιημένης μείωσης των εκπομπών
- plant certifié : πιστοποιημένος σπόρος
- piège certifié : πιστοποιημένη παγίδα
- copie certifiée / CCC : πιστό αντίγραφο / επικυρωμένο αντίγραφο
- MRC / matériau de référence certifié : CRM / πιστοποιηµένο υλικό αναφοράς
- MRC / matériaux de référence certifiés : πιστοποιημένα υλικά αναφοράς
Subscribe
0 Comments