Dictionnaire Rosgovas français-grec grec-français avec ( tous supports)
Application du
décoller en griego
décoller
se dice
ντεκολέ
.
décoller
significa en griego
ξεκολλάω / απογειώνομαι
.
Source: Rosgovas, todos los derechos reservados
- lame ouverte / lame décollée : ανοικτή βελόνη
- posé-décollé : ταυτόχρονη προσγείωση και απογείωση αεροσκαφών
- prêt à décoller : έτοιμος για απογείωση
- oreille décollée : ανωμαλία του έξω ωτός κατά την οποία η κόγχη φέρεται υπό ορθή γωνία προς την κεφαλή
- aiguille décollée / aiguille entrebâillée : βελόνη με κακή επαφή / μισοανοιγμένη βελόνη
- autorisé à décoller : ελεύθερος για απογείωση
- atterrissage pose-décolle : προσγείωση επαφής και επανεκκίνησης / προσγείωση επαφής και επανεκκίνησης για απογείωση
- décoller la roulette de nez : ανύψωση ριναίου τροχού
- avion décollant sur la queue : καθήμενο επί της ουράς αεροσκάφος
- écoulement turbulent décollé : αποκολλημένη τυρβώδης ροή
Subscribe
0 Comments