Dictionnaire Rosgovas français-grec grec-français avec ( tous supports)
Application du
éclater en griego
éclater
se dice
εκλατέ
.
éclater
significa en griego
σκάζω / ξεσπάω / διαλύομαι / s’ éclater ξεφαντώνω
.
Source: Rosgovas, todos los derechos reservados
- éclater / se briser : θραύω / ραγίζω
- vue éclatée / vue explosée : διευρυμένη άποψη / διευρυμένη εικόνα
- munition non explosée (Preferred) / ENE : UXO / μη εκραγείς μηχανισμός
- vue éclatée : απεικόνιση μη κεντραρισμένου κυκλικού γραφήματος
- pierre éclatée : πέτρα με ράγισμα
- élément éclaté : στοιχείο κατεστραμμένο από μέσα προς τα έξω / διηθητικό στοιχείο φίλτρου κατεστραμμένο από μέσα προς τα έξω
- céréale éclatée : δημητριακά διαρρηγμένα
- camembert éclaté : μη κεντραρισμένη πίτα / με κεντραρισμένο κυκλικό γράφημα
- ampoule à col éclaté / ampoule-bouteille à col éclaté : Aμπούλα σε σχήμα χωνιού
- bois éclaté à la vapeur : ξύλο που έχει τεμαχιστεί με ατμό
Subscribe
0 Comments