Dictionnaire Rosgovas français-grec grec-français avec ( tous supports)
Application du
long en griego
long
se dice
λον
.
long
significa en griego
μακρύς / μακρινός / μεγάλος / μάκρος
.
Source: Rosgovas, todos los derechos reservados
- EMEP / programme concerté de surveillance continue et d'évaluation du transport à longue distance des polluants atmosphériques en Europe : EMEP / Πρόγραμμα συνεργασίας για τη συνεχή παρακολούθηση και την εκτίμηση της μεταφοράς σε μεγάλη απόσταση των ατμοσφαιρικών ρύπων στην Ευρώπη
- opération de refinancement à plus long terme / ORLT : πράξη πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης / μακροπρόθεσμη αναχρηματοδότηση
- long / en compte : πιστωτική θέση
- HALE / haute altitude et longue endurance : HALE / μεγάλο ύψος μεγάλη εμβέλεια
- MALE / moyenne altitude et longue endurance : MALE / μεσαίο ύψος μεγάλη εμβέλεια
- NSFR / ratio de financement net stable : Δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης
- long / chronophage : χρονοβόρος
- Convention sur la pollution atmosphérique transfrontière à longue distance / CPATLD : Σύμβαση σχετικά με τη διαμεθοριακή ρύπανση της ατμόσφαιρας σε μεγάλη απόσταση
- ETOPS / Exploitation d'avions bimoteurs en long-courrier : Πτήσεις μεγάλων αποστάσεων δικινητηρίων αεροπλάνων
- EMEP / surveillance continue et évaluation du transport à longue distance des polluants atmosphériques en Europe : παρακολούθηση και αξιολόγηση της μεταφοράς ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλες αποστάσεις στην Ευρώπη / συνεχής παρακολούθηση και εκτίμηση της μεταφοράς των ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλη απόσταση στην Ευρώπη
Subscribe
0 Comments