Dictionnaire Rosgovas français-grec grec-français avec ( tous supports)
Application du
négociable en griego
négociable
se dice
νεγκοσιάμπλ
.
négociable
significa en griego
διαπραγματεύσιμος
.
Source: Rosgovas, todos los derechos reservados
- négociable : εμπορεύσιμα
- non-négociable : μη διαπραγματεύσιμος
- effet nominatif / effet innégociable : μη διαπραγματεύσιμο γραμμάτιο / μη διαπραγματεύσιμη συναλλαγματική
- option sur cash / option négociable sur cash : οψιόν επί τίτλου τοις μετρητοίς
- Marché des options négociables de Paris (Preferred) / MONEP : αγορά δικαιωμάτων αγοράς/πώλησης Παρισίων
- valeur mobilière : κινητή αξία / μεταβιβάσιμος τίτλος εκχωρήσιμος τίτλος μετακομιστός τίτλος
- actif négociable / garantie négociable : εμπορεύσιμο περιουσιακό στοιχείο
- titre négociable : διαπραγματεύσιμος τίτλος
- titre négociable / papier négociable : εμπορεύσιμος τίτλος / διαπραγματεύσιμος τίτλος
- CD / CDN : αποδεικτικό κατάθεσης / πιστοποιητικό καταθέσεων
Subscribe
0 Comments