Dictionnaire Rosgovas français-grec grec-français avec ( tous supports)
Application du
polluer en griego
polluer
se dice
πολυέ
.
polluer
significa en griego
ρυπαίνω
.
Source: Rosgovas, todos los derechos reservados
- pollué : μολυσμένο
- propre / écophile : φιλικός προς το περιβάλλον
- polluant : ρύπος
- CORINAIR / inventaire des sources de polluants atmosphériques : CORINAIR / κοινοτικός κατάλογος των πηγών των ατμοσφαιρικών ρύπων
- TDGPA / transport à grande distance des polluants de l'air : μεταφορά αερίων ρύπων σε μεγάλη απόσταση / μεταφορά ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλη απόσταση
- CCAC / Coalition pour le climat et l'air pur visant à réduire les polluants de courte durée de vie ayant un effet sur le climat : Συνασπισμός για το Κλίμα και τον Καθαρό Αέρα με στόχο τη μείωση των βραχύβιων κλιματικών ρύπων / Συμμαχία για το κλίμα και μια καθαρή ατμόσφαιρα με στόχο τη μείωση των βραχύβιων ρυπαντών που επιβαρύνουν το κλίμα
- EMEP / programme concerté de surveillance continue et d'évaluation du transport à longue distance des polluants atmosphériques en Europe : EMEP / Πρόγραμμα συνεργασίας για τη συνεχή παρακολούθηση και την εκτίμηση της μεταφοράς σε μεγάλη απόσταση των ατμοσφαιρικών ρύπων στην Ευρώπη
- EMEP / surveillance continue et évaluation du transport à longue distance des polluants atmosphériques en Europe : παρακολούθηση και αξιολόγηση της μεταφοράς ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλες αποστάσεις στην Ευρώπη / συνεχής παρακολούθηση και εκτίμηση της μεταφοράς των ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλη απόσταση στην Ευρώπη
- EPER / Registre européen des émissions de polluants : ευρωπαϊκό μητρώο ρυπογόνων εκπομπών
Subscribe
0 Comments