Dictionnaire Rosgovas français-grec grec-français avec ( tous supports)
Application du
préventif en griego
préventif
se dice
πρεβαντίφ
.
préventif
significa en griego
προληπτικός
.
Source: Rosgovas, todos los derechos reservados
- préventif : Προληπτικός
- FORDEPRENU / Force de déploiement préventif des Nations unies : UNPREDEP / FORDEPRENU
- tir préventif : προληπτική βολή
- LCP / ligne de crédit préventive : προληπτική πίστωση
- programme Daphné / programme Daphné II : Πρόγραμμα κοινοτικής δράσης (πρόγραμμα Δάφνη) (2000-2003) περί προληπτικών μέτρων κατά της βίας εις βάρος παιδιών, εφήβων και γυναικών / Πρόγραμμα κοινοτικής δράσης (2004-2008) σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας εις βάρος παιδιών, νέων και γυναικών και την προστασία των θυμάτων και των ομάδων κινδύνου (πρόγραμμα Δάφνη II)
- shunt préventif : οριακή αντίσταση στο κύκλωμα της γραμμής / οριακή αντίσταση κυκλώματος γραμμής για την έλξη ηλεκτρονόμου γραμμής
- cure préventive : προληπτική θεραπεία
- RCP / retransmission cyclique préventive : προληπτική κυκλική επανεκπομπή
- médecine préventive / soins préventifs : πρόληψη σε θέματα υγείας / προληπτική φροντίδα για την υγεία
- LCP / ligne de crédit préventive : πιστωτικό όριο έκτακτης ανάγκης
Subscribe
0 Comments