Dictionnaire Rosgovas français-grec grec-français avec ( tous supports)
Application du
privilège en griego
privilège
se dice
πριβιλέζ
.
privilège
significa en griego
προνόμιο
.
Source: Rosgovas, todos los derechos reservados
- privilège / mise en gage : δικαίωμα παρακράτησης
- privilège : προνόμιο
- privilège : προνόμιο / πλεονέκτημα
- privilèges : δικαιώματα
- CPISA / Convention sur les privilèges et immunités des institutions spécialisées : Σύμβαση για τα προνόμια και τις ασυλίες των ειδικευμένων υπηρεσιών
- privilège holding / régime des sociétés mères et filiales : φορολογικό προνόμιο / έκπτωση εισπραχθέντων μερισμάτων
- privilège d'accès : α)δικαίωμα προσπέλασης / β)περιορισμός προσπέλασης
- privilèges fiscaux : φορολογικές απαλλαγές ή εκπτώσεις
- immunité relative / privilège relatif : προνόμιο υπό αίρεση
- privilège maritime : ναυτικό προνόμιο
Subscribe
0 Comments