Dictionnaire Rosgovas français-grec grec-français avec ( tous supports)
Application du
illégal en grec
illégal
se prononce
ιλεγκάλ
.
illégal
signifie en grec
παράνομος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- illégal : παράνομη πράξη
- illégal : άκυρος
- clandestin / immigré clandestin : λαθρομετανάστης / παράνομος μετανάστης
- ITCG / trafic illégal de biens culturels : ITCG / παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών
- acte illégal : παράνομη πράξη
- séjour irrégulier (Preferred) / séjour illégal (Admitted) : παράνομη διαμονή / παράνομη παραμονή (Deprecated)
- Traité de Prüm / Traité entre le Royaume de Belgique, la République fédérale d'Allemagne, le Royaume d'Espagne, la République française, le Grand-Duché de Luxembourg, le Royaume des Pays-Bas et la République d'Autriche relatif à l’approfondissement de la coopération transfrontalière, notamment en vue de lutter contre le terrorisme, la criminalité transfrontalière et la migration illégale : Σύμβαση Prüm / Σύμβαση μεταξύ του Βασιλείου του Βελγίου, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και της Αυστριακής Δημοκρατίας σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, του διασυνοριακού εγκλήματος και της παράνομης μετανάστευσης
S’abonner
0 Commentaires