Dictionnaire Rosgovas français-grec grec-français avec ( tous supports)
Application du
sexuel en grec
sexuel
se prononce
σεξυέλ
.
sexuel
signifie en grec
σεξουαλικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- sexué / sexuel : γενετήσιος / γεννητικός
- sexuel : φυλετικός / σεξουαλικός
- gonade / glande sexuelle : γονάδα
- gamète / cellule sexuelle : γαμέτης
- saut / lutte : επίβαση
- Stop II / Programme d'encouragement, d'échanges, de formation et de coopération destiné aux personnes responsables de l'action contre la traite des êtres humains et l'exploitation sexuelle des enfants : πρόγραμμα ενθάρρυνσης, ανταλλαγών, κατάρτισης και συνεργασίας που απευθύνεται στα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών
- STOP II / seconde phase du programme d'encouragement, d'échanges, de formation et de coopération destiné aux personnes responsables de l'action contre la traite des êtres humains et l'exploitation sexuelle des enfants (STOP II) : STOP II / δεύτερη φάση του προγράμματος ενθάρρυνσης, ανταλλαγών, κατάρτισης και συνεργασίας που απευθύνεται στα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης των παιδιών (STOP II)
- gonosome / chromosome sexuel : φυλετικό χρωμόσωμα
- MSF / mutilation sexuelle féminine : FGM / αποκοπή των γυναικείων εξωτερικών γεννητικών οργάνων
- STOP / Programme STOP : Πρόγραμμα ενθάρρυνσης και ανταλλαγών μεταξύ των υπευθύνων για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών' Πρόγραμμα STOP
S’abonner
0 Commentaires