Dictionnaire Rosgovas français-grec grec-français avec ( tous supports)
Application duabaisser en grec
abaisser
se prononce
αμπεσέ
.
abaisser
signifie en grec
μειώνω / χαμηλώνω / κατεβάζω / s’ abaisser ρίχνω τα μούτρα μου / καταδέχομαι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- volet abaissé : φλαπ κάτω / υπεραντωτικό πτερύγιο κάτω
- abaisse-langue : γλωσσοκάτοχος / πίεστρο γλώσσας
- abaisser les volets : να εκταθούν τα πτερύγια καμπυλότητας
- signal "baissez pantographes" / ordre d'abaisser les pantographes : σήμα "χαμηλώστε τους παντογράφους" / διαταγή για να χαμηλώσουν οι παντογράφοι
- abaisser le pourcentage minimum : μειώνει το ελάχιστο ποσοστό
- additif abaissant le point d'écoulement : ταπεινωτής σημείου ροής
- additif abaissant le point d'écoulement : βελτιωτής του σημείου ροής
- les droits sont abaissés de 10% à chaque palier de réduction : οι δασμοί ελαττώνονται σε κάθε μείωση κατά 10%
- l'action d'un puit filtrant abaisse le niveau de la nappe aquifère : η λειτουργία ενός διηθητικού φρέατος προκαλεί καταβιβασμό της στάθμης του υδροφόρου ορίζοντα
- le nickel abaisse les températures de transformation ferritiques et perlitiques : το νικέλιο προκαλεί μείωση των θερμοκρασιών των περλιτικών και φερριτικών μετασχηματισμών
S’abonner
0 Commentaires