Εφαρμογή του
δεόντως στα γαλλικά
δεόντως
λέγεται
dhe’odos
.
δεόντως
σημαίνει στα γαλλικά
dûment
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- δεόντως : en bonne et due forme
- δεόντως προπληρωμένο / κανονικά προπληρωμένο : régulièrement affranchi
- δεόντως διαπιστωμένο : dûment constaté
- δεόντως αιτιολογημένος : dûment motivé
- δεόντως εξουσιοδοτημένος : dûment autorisé
- που έχει δεόντως διαπιστωθεί : dûment constaté
- δεόντως επικυρωμένο αντίγραφο : copie dûment certifiée conforme
- γραπτή έκθεση δεόντως αιτιολογημένη : observation écrite dûment motivée
- δεόντως εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος : représentant dûment habilité
Subscribe
0 Comments