Εφαρμογή του
κλίνη στα γαλλικά
κλίνη
λέγεται
’klini
.
κλίνη
σημαίνει στα γαλλικά
lit
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- κλίνη : berceau de structure
- κλίνη / κοίτη : couchette
- λίκνο / κούνια : berceau / bassinet
- πείρος κέντρωσης / βλήτρο διακρίβωσης κέντρωσης κατασκευαστικής συναρμολόγησης : centreur / pion de centrage
- άνω κλίνη / άνω κιλλίβαντας : sellette supérieure
- κάτω κλίνη / κάτω κιλλίβαντας : sellette inférieure
- δοκιμαστήριο / κλίνη δοκιμής : banc d'essai / banc d'épreuve
- κλίνη επαφής : lit de contact / filtre de contact
- φίλτρο κλίνη : lit-filtre / lit du filtre
- κλίνη λάσπης / στρώμα λάσπης : lit de boues
Subscribe
0 Comments