Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

μισθωτός στα γαλλικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
μισθωτός
λέγεται
mistho’tos
.
μισθωτός
σημαίνει στα γαλλικά
salarié
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • μισθωτός : employé / ouvrier
  • μισθωτός / μισθοσυντήρητος : salarié
  • μισθωτός : mensuel
  • μισθωτός : salarié
  • μισθωτός : travailleur salarié
  • μη μισθωτός / ανεξάρτητος επαγγελματίας : indépendant / travailleur indépendant
  • μη μισθωτός : travailleur non salarié
  • μισθωτός δημοσίου / ο απασχολούμενος με σύμβαση στο Δημόσιο : contractuel
  • μισθωτός δημοσίου / υπάλληλος επί σχέσει ιδιωτικού δικαίου : salarié du public / agent recruté dans un service public avec une relation de droit privé
  • (μισθωτός) εργαζόμενος : salarié

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments