Εφαρμογή του
πινέλο στα γαλλικά
πινέλο
λέγεται
pi’nelo
.
πινέλο
σημαίνει στα γαλλικά
pinceau
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- πινέλο : pinceau
- πινέλο : brosse / pinceau
- πινέλο : queue de morue
- άγκυρα / ισχάδα : ancre à jet
- πινέλο(κν.) / ισχάδα άγκυρα : ancre d'empennelage
- ψήκτρα βαφής / πινέλο βαφής μαλλιών : brosse à teinture
- πινέλο νυχιών / ψήκτρα νυχιών : brosse à ongles
- κεδριαλείπτης / πινέλο για πίσσα : guipon / guipon à brai
Subscribe
0 Comments