Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

assurer στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
assurer
λέγεται
ασυρέ
.
assurer
σημαίνει στα ελληνικά
ασφαλίζω / διαβεβαιώνω / σιγουρεύω / assuré ασφαλισμένος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • assuré : ασφαλισμένος
  • hedger / opérateur en couverture : συντηρητικοί συναλλασόμενοι
  • train local / train de petit parcours : τοπική αμαξοστοιχία
  • directive SRI / proposition de directive du Parlement européen et du Conseil concernant des mesures destinées à assurer un niveau élevé commun de sécurité des réseaux et de l'information dans l'Union : Πρόταση οδηγίας του ΕΚ και του Συμβουλίου σχετικά με μέτρα για την εξασφάλιση κοινού υψηλού επιπέδου ασφάλειας δικτύων και πληροφοριών σε ολόκληρη την Ένωση
  • objet assuré : ασφαλισμένο αντικείμενο
  • vie d'assuré : ασφαλιστική ζωή / ασφαλιστική σταδιοδρομία
  • somme assurée / capital assuré : ασφαλιζόμενο ποσό
  • somme assurée / montant de la garantie : ύψος ασφάλειας
  • assuré social : ασφαλισμένος

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments