Εφαρμογή του
baisser στα ελληνικά
baisser
λέγεται
μπεσέ
.
baisser
σημαίνει στα ελληνικά
κατεβάζω / χαμηλώνω / πέφτω / se baisser σκύβω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- baisse / détente : χαλάρωση
- jusant / reflux : άμπωτις / κατιούσα παλίρροια
- baissier / spéculateur à la baisse : υποτιμητής / κερδοσκόπος
- réduction / dépréciation : απομείωση / υποτίμηση
- baisse : έκταση / κατάβαση σκέλους προσγείωσης
- baissier / spéculateur à la baisse : επενδυτής που προσδοκά πτώση τιμών στο χρηματιστήριο
- bear spread / écart baissier : πτωτικό spread
- option de vente (Preferred) / put : δικαίωμα πώλησης
- dépréciation / dépréciation monétaire : μείωση της αξίας του νομίσματος
- baisse du pH / réduction du pH : μείωση του pH / ελάττωση του pH
Subscribe
0 Comments