Εφαρμογή του
cannelé στα ελληνικά
cannelé
λέγεται
κανλέ
.
cannelé
σημαίνει στα ελληνικά
ραβδωτός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- cannelé : πολύσφηνο
- cannelé : ύφασμα με ραβδώσεις
- cannelé / rouleau rainuré : ραβδωτός κύλινδρος
- cannelle : κανέλα / κανέλα Κεϋλάνης
- cannelle / cannelet de filature : τύμπανο κλωστηρίου / τύμπανο φυτιλιέρας
- roquelle / cannelle sans joues : μπομπίνα χωρίς φλάντζες
- roquet / roquet à joues : μπομπίνα με φλάντζες
- boîte / chèvre : κάνουλα
- chips / featherings : απορρίμματα κανέλας
- faux reps / cannelé trame : αυλακωτό υφαδιού
Subscribe
0 Comments