Εφαρμογή του
casser στα ελληνικά
casser
λέγεται
κασέ
.
casser
σημαίνει στα ελληνικά
σπάζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- casser / fracturer : σπάω / θραύω
- casser : να σπάσει / να αποσπασθεί
- casse / dégât : ζημιές
- casse : κάσια
- casse : τσίμπημα
- sec / cassant : ψαθυρός
- luminet / aufraise : ευφρασία
- casse / verre fragile : Eύθραυστο σαθρό γυαλί
- luminet / euphraise : ευφρασία η φαρμακευτική
- casse : θόλωμα
Subscribe
0 Comments