Εφαρμογή του
convention στα ελληνικά
convention
λέγεται
κονβανσιόν
.
convention
σημαίνει στα ελληνικά
σύμβαση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- convention : σύμβαση
- Convention : Συνέλευση
- convention : σύμβαση/συνέδριο
- convention : Σύμβαση
- convention : σύμβαση / συμφωνία
- partie / contractant : συμβαλλόμενο μέρος
- COLREG 72 / Convention sur le règlement international pour prévenir les abordages en mer : COLREG 72 / Σύμβαση περί διεθνών κανονισμών προς αποφυγή συγκρούσεων εν θαλάσση
- une foire / un congrès ou une manifestation similaire - Bruxelles 1961 : τελωνειακή σύμβαση σχετικά με την παροχή διευκολύνσεων για την εισαγωγή εμπορευμάτων που προορίζο χρησιμοποίηση σε εκθέσεις,πανηγύρεις,συνέδρια ή παρόμοιες εκδηλώσεις-Bρυξέλλες 1961
- conventions : Συνθήκες,συμβάσεις
- Convention sur la pollution atmosphérique transfrontière à longue distance / CPATLD : Σύμβαση σχετικά με τη διαμεθοριακή ρύπανση της ατμόσφαιρας σε μεγάλη απόσταση
Subscribe
0 Comments